- ἀρρήκτους
- ἄρρηκτοςunbrokenmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισφίγγω — ΝΑ σφίγγω κάποιον ή κάτι ολόγυρα, σφίγγω δυνατά από παντού νεοελλ. 1. περιστοιχίζω, περιβάλλω 2. (σχετικά με φρούρια ή πόλεις) περικυκλώνω, πολιορκώ στενά 3. μτφ. πλησιάζω κάποιον από όλες τις πλευρές για να τού κάνω κακό αρχ. 1. (για τον κύκλο… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek